intermediate | |
génér. | ενδιάμεση; ενδιάμεσο |
agric. | Δένδρο μεσορόφου |
astr. transp. | σε ενδιάμεση θέση |
chim. | ενδιάμεσο προϊόν |
génie m. | ενδιάμεσος οδοντοτροχός |
médic. | μεσαίος; μεσιανός; ενδιάμεσος |
| |||
μεσαίος; μεσιανός m | |||
| |||
ενδιάμεση; ενδιάμεσο | |||
Δένδρο μεσορόφου | |||
σε ενδιάμεση θέση | |||
ενδιάμεσο προϊόν | |||
ενδιάμεσος οδοντοτροχός | |||
ενδιάμεσος | |||
ενδιάμεσο αντίγραφο | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
inter.; intmed |
intermediate : 428 phrases, 39 sujets |