СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Терміни за тематикою Енергетика що містять Operations | усі форми
АнглійськаГрецька
energy capability of a pumped storage station during turbine operationενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων
power control operationρυθμίζουσα λειτουργία
secondary power control operationρυθμίζουσα λειτουργία
Technical Committee "Mining Operations"τεχνική επιτροπή "Εξορυκτικές δραστηριότητες"