СловникиФорумКонтакти

   Французька
Терміни що містять a-coup | усі форми | лише у вказаному порядку
ТематикаФранцузькаГрецька
іммігр., тех.arme à feu courte à un coup à percussion annulaireβραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με περιφερειακή επίκρουση
заг.arme à feu courte à un coup, à percussion centraleβραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με κεντρική επίκρουση
тех.arme à feu longue à un coup à un ou plusieurs canons rayésμακρύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με μία ή περισσότερες κάννες με ραβδώσεις
тех.arme à un coupπυροβόλο όπλο μίας βολής; όπλο βολής κατά βολήν
заг.arme à un coupόπλο μιας βολής
землезн., маш.coup de clapet à la fermetureχτύπημα βαλβίδας στο κλείσιμο
землезн., маш.coup de clapet à l'ouvertureχτύπημα βαλβίδας στο άνοιγμα
юр.coups et blessures volontaires ayant entraîné la mort sans intention de la donnerθανατηφόρα σωματική βλάβη
вуг.exploseur a plusieurs coupsεκρηκτήρας πολλαπλών πυροδοτήσεων
вуг.exploseur a un coupεκρηκτήρας απλής πυροδότησης
маш.fonctionnement sans à-coupsομαλή κίνηση
мед.knockout par coup au mentonνοκ-άουτ με χτύπημα στον πώγωνα
землезн.surpression au coup de bélierπλήγμα πιέσεως
трансп.à-coupξαφνική ώθηση
землезн., ел.à-coupαπότομη
трансп.à-coup de remplissageαπότομο τίναγμα