Вход
|
Russian
|
Соглашение пользователя
Словари
Форум
Купить
Скачать
Контакты
Английский
⇄
Английский
Арабский
Баскский
Болгарский
Венгерский
Греческий
Датский
Ирландский
Испанский
Итальянский
Каталанский
Китайский
Латышский
Литовский
Мальтийский
Немецкий
Нидерландский
Норвежский
Польский
Португальский
Румынский
Русский
Сербский
Сербский
Словацкий
Словенский
Турецкий
Узбекский
Украинский
Финский
Французский
Хорватский
Чешский
Шведский
Шотландский
Эсперанто
Эстонский
Японский
Термины
по тематике
Трудовое право
,
содержащие
oxygen
|
все формы
|
только в заданной форме
Английский
Греческий
atmosphere rendered unbreathable by
oxygen
deficiency
ατμόσφαιρα μη αναπνεύσιμη λόγω έλλειψης οξυγόνου
closed circuit
oxygen
equipment
συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος
constant flow
oxygen
equipment
συσκευή συνεχούς ροής οξυγόνου
continuous flow
oxygen
equipment
συσκευή συνεχούς ροής οξυγόνου
guaranteed
oxygen
supply
εγγύηση τροφοδότησης σε οξυγόνο
oxygen
-generating self-contained breathing apparatus
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος με μηχανισμό αναπαραγωγής οξυγόνου
oxygen
index limit
δείκτης ορίου οξυγόνου
oxygen
mask
προσωπίδα οξυγόνου
oxygen
mask
μάσκα οξυγόνου
oxygen
system
σύστημα οξυγόνου
self-contained closed-circuit
oxygen
breathing apparatus, compressed oxygen type
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου πεπιεσμένου οξυγόνου
self-contained closed-circuit
oxygen
breathing apparatus, liquid oxygen type
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου υγρού οξυγόνου
self-contained closed-circuit
oxygen
breathing apparatus, oxygen generating type
αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος με μηχανισμό αναπαραγωγής οξυγόνου
Короткая ссылка