Вход
|
Russian
|
Соглашение пользователя
Словари
Форум
Купить
Скачать
Контакты
Английский
⇄
Английский
Арабский
Болгарский
Венгерский
Вьетнамский
Галисийский
Греческий
Датский
Иврит
Индонезийский
Испанский
Итальянский
Казахский
Китайский
Китайский
Китайский упрощённый
Корейский
Латинский
Литовский
Немецкий
Нидерландский
Норвежский
Польский
Португальский
Румынский
Русский
Сербский
Словацкий
Словенский
Тайский
Турецкий
Узбекский
Украинский
Финский
Французский
Хорватский
Чешский
Шведский
Шотландский
Эсперанто
Эстонский
Японский
Термины
по тематике
Юридическая лексика
,
содержащие
External
|
все формы
|
только в заданной форме
Английский
Греческий
Agreement on German
external
debts, signed at London on 27 February 1953
Συμφωνία για το εξωτερικό γερμανικό χρέος,που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953
agreement on the crossing of the Community's
external
borders
σύμβαση σχετικά με τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Κοινότητας
Convention on controls on persons crossing
external
frontiers
σύμβαση σχετικά με τον έλεγχο των προσώπων κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων
convention on the crossing of the
external
borders of the Community
σύμβαση για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Κοινότητας
customs strategy at
external
frontiers
τελωνειακή στρατηγική στα εξωτερικά σύνορα
European
External
Action Service desk
μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης
external
audit phases
φάσεις του εξωτερικού ελέγχου
external
border
εξωτερικά σύνορα
external
competence
εξωτερική αρμοδιότητα
external
competence
αρμοδιότητες σε θέματα εξωτερικών σχέσεων
external
conditionality
προϋπόθεση εξωκοινοτικών υποχρεώσεων
external
inspection
εξωτερική επιθεώρηση
external
investigation case
υπόθεση εξωτερικής έρευνας
external
irradiation
εξωτερική ακτινοβολία
external
legal counsel
εξωτερικός νομικός σύμβουλος
external
legal position
εξωτερική νομική θέση
external
mark
εξωτερικό χαρακτηριστικό
external
operation
εξωτερική σχέση
external
operations
εξωτερικές σχέσεις
external
relations
εξωτερικές σχέσεις
external
sales network
δίκτυο εξωτερικών πωλήσεων
independent
external
auditor
ανεξάρτητος εξωτερικός ελεγκτής
internal or
external
monetary situation in the Community
εσωτερική ή εξωτερική νομισματική κατάσταση στην Κοινότητα
joint competence in
external
matters
μεικτή εξωτερική αρμοδιότητα
staff of the
external
departments of the prison service
προσωπικό εξωτερικών υπηρεσιών της σωφρονιστικής υπηρεσίας
Короткая ссылка