Тематика | Английский | Греческий |
стр. | a reach of the river is frozen over by ice | ένα ευθύγραμμο τμήμα ποταμού έχει παγώσει |
фин. | actual over 360-day method of calculation | μέθοδος υπολογισμού του πραγματικού αριθμού ημερολογιακών ημερών και του έτους των 360 ημερών |
общ. | Air Verification Mission over Kosovo | Αεροπορική Αποστολή Επαλήθευσης στο Κοσσυφοπέδιο |
фин. | to amortize over its residual life | απόσβεση κατά την εναπομένουσα διάρκεια |
юр. | application for repayment of an over charge | επιστροφή παρακρατηθέντων χρημάτων |
фин. | appropriation carried over | πίστωση που μεταφέρθηκε |
фин., эк. | appropriation carried over | μεταφορά πιστώσεων μεταξύ ετών |
фин. | appropriation carried over | μεταφερθείσα πίστωση |
фин. | appropriations carried over from the preceding financial year | μεταφερόμενες πιστώσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους |
землевед., эл. | auto change-over unit | συσκευή αυτόματης διατροπής |
фин., эк. | automatic carry-over | αυτόματη μεταφορά |
фин., эк., бухг. | automatic carry-over | μεταφορά αυτοδικαίως |
эл. | automatic change-over switch | κομιτατέρ |
эл. | automatic change-over switch | αυτόματος διακόπτης |
стат., эл. | availability factor over a specified period | συντελεστής διαθεσιμότητας μιας ορισμένης περιόδου |
землевед. | average power per rod over the entire core | μέση ισχύς ανά ράβδο πυρηνικού καυσίμου για ολόκληρο τον αντιδραστήρα |
бухг. | balance carried over from last year | λογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης |
бухг. | balance carried over from last year | πλεόνασμα εσόδων |
бухг. | balance carried over from last year | έσοδα προηγούμενης χρήσης |
бухг. | balance to be carried over | μεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση |
бухг. | balance to be carried over | υπόλοιπο σε νέο |
бухг. | balance to be carried over | μεταφορά υπολοίπων |
хим. | bending over conical mandrel | δοκιμασία ευκαμψίας σε κωνικό άξονα |
эк., хобби. | better distribution of tourism over location | καλύτερη κατανομή του τουρισμού στο χώρο |
пром., стр., мет. | blow-over | λεπτό γυαλί από υπερβολικό φύσημα |
пром., стр., мет. | blow over | λεπτό γυαλί από υπερβολικό φύσημα |
комп., Майкр. | broadband over power lines | δίκτυο ευρείας ζώνης μέσω καλωδίωσης ρεύματος (A type of high-speed Internet connection using existing electrical wiring. With BPL, you plug a modem directly into a power outlet. BPL connection speeds are comparable to those of other broadband technologies, such as digital subscriber line (DSL) or cable) |
фин. | budgetary management over the past financial year | διαρρεύσαν οικονομικό έτος |
с/х. | butter taken over into intervention | βούτυρο που παραδόθηκε στην παρέμβαση |
фин. | buyers over | υπερζήτηση τίτλων |
общ. | cab-over engine vehicle | όχημα με τον κινητήρα κάτω από τον θάλαμο οδήγησης |
фин. | carried over appropriation | πιστώσεις που έχουν μεταφερθεί |
фин. | carried over commitment appropriation | πιστώσεις υποχρεώσεων που έχουν μεταφερθεί |
эл. | carrier frequency transmission over high-voltage lines | εκπομπή με φέρουσα συχνότητα επί των γραμμών υψηλής τάσεως |
фин., связь. | carry-over | σύμβαση μεταφοράς |
пром., стр., мет. | carry-over | συμπαρασυρόμενα στερεάστα καπναέρια |
пром. | carry over | παροχετεύω |
фин. | carry-over | μεταφορά πιστώσεων |
фин. | carry-over | σύμβαση μεταφοράς; πράξεις παράτασης |
фин. | carry-over | μεταφορά πιστώσεων στο επόμενο έτος |
фин., связь. | carry-over | πράξεις παράτασης |
фин., рыб. | carry-over aid | ενίσχυση στη μεταφορά |
фин., рыб. | carry-over aid | ενίσχυση μεταφοράς |
фин. | carry over appropriations automatically | οι πιστώσεις αποτελούν αντικείμενο αυτόματης μεταφοράς |
иммигр. | carry-over arrangements | αντισταθμιστικά μέτρα |
фин., эк., бухг. | carry over automatically | μεταφορά αυτοδικαίως |
эк. | carry-over decision | απόφαση μεταφοράς |
мат. | carry over effect | θεραπεία περίοδο αλληλεπίδρασης |
мат. | carry over effect | μεταφέρει αποτέλεσμα |
окруж. | carry-over effect Effect caused by the successive passages of polluting substances through the different organisms of a food chain | μεταγενέστερη επίδραση |
мат. | carry over effect | υπολειμματική επίδραση |
мат. | carry over effect | υπολειμματική δράση της θεραπείας |
мед. | carry-over effect | μεταγενέστερη επίδραση |
мед. | carry-over inhaler | σιφώνιο εισπνοών |
эк. | carry-over of appropriations | μεταφορά πιστώσεων |
юр., фин. | carry-over of provisions | μεταφορά των διαθέσιμων |
окруж. | carry-over of radioactive substances to the turbine | διείσδυση ραδιενεργού υλικού στο στρόβιλο |
фин., ИТ. | carry-over payment | εξισωτική αποζημίωση |
мед.-биол. | carry-over storage | υδαταποθήκευσις υπερετησίας χρήσεως |
фин. | carrying over | προθεσμιακή συναλλαγή με δικαίωμα μεταφοράς της ημερομηνίας εκκαθάρισης |
фин. | carrying-over rate | δικαίωμα μεταφοράς |
фин. | carrying-over rate | "ρεπόρ" |
эк., фин. | carrying-over tax losses | μεταφορά των φορολογικών ελλειμμάτων |
налог. | carrying over tax losses | μεταφορά των ζημιών |
землевед., эл. | change over | μεταγωγή |
эл. | to change over | μεταπίπτω |
пром., стр., мет. | change-over | α ναστροφή |
землевед., эл. | change over | διατροπή |
эл. | change-over make before break contact | γεφυρωτή επαφή |
эл. | change-over make before break contact | επαφή με γεφύρωση |
хим., эл. | change-over of the regenerator | αναστροφή του αναγεννητή |
пром., стр., хим. | change-over period | χρονική διάρκεια των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι την αρχή της συγκολλήσεως |
фин. | change-over plan | σχέδιο μετάβασης |
пром., стр., хим. | change-over process | το σύνολο των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι το πέρας της συγκολλήσεως |
землевед., эл. | change-over selector | προεπιλογέας |
эл. | change-over switch | κομμιτατέρ |
эл. | change-over switch | μεταγωγικός διακόπτης |
эл. | change-over switch | διακόπτης επιλογής |
эл. | change-over switch | διακόπτης αναστροφής |
пром., стр., хим. | change-over time | χρονική διάρκεια των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι την αρχή της συγκολλήσεως |
хим., эл. | change-over to producer gas heating | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής |
хим., эл. | change-over to producer gas heating | μετάβαση σε θέρμανση με αεραέριο |
общ. | child over the age of 18 years | ενήλικο τέκνο |
юр. | claim for handing over | αγωγή αποκαταστάσεως |
фин. | commitment appropriations carried over | πίστωση υποχρεώσεων που έχουν μεταφερθεί |
эк., стат. | comparability over time | διαχρονική σύγκριση |
землевед., эл. | conductivity over homogeneous ground | αγωγιμότητα πάνω από οιμοιογενές έδαφος |
хим., мет. | cone for distributing carbide over the generating grid | κώνος διασκορπισμού ανθρακασβεστίου |
тех. | continuous roll-over if the tractor overturns | διαδοχικές ανατροπές του ελκυστήρα σε περίπτωση ανατροπής |
мед.-биол., трансп. | cross over | τμήμα συναρμογής καμπυλών ποταμού |
здрав. | cross-over administration of placebo | διασταυρούμενη χορήγηση εικονικού φαρμάκου |
стат., науч. | cross-over design | σταυρωτός σχεδιασμός |
мат. | cross-over design | σχεδιασμός αντιστροφή |
хим., эл. | cross-over flue | εγκάρσιος αγωγός |
эл. | cross-over frequency | ισοτροπική συχνότητα |
хим., эл. | cross-over oven | κάμινος εγκαρσίων ρευμάτων |
хим., эл. | cross-over oven | κάμινος διασταυρουμένων ρευμάτων |
пром., стр. | cross over style | σταυρωτό |
пром., стр. | cross over style | σταυροειδές στυλ |
мед. | crossing over | χιασματυπία |
мед.-биол. | crossing-over | χιασματυπία |
мед.-биол. | crossing over | επισχιασμός |
мед.-биол. | crossing over | διασκελιστικότης |
мед.-биол. | crossing-over | επιχιασμός |
мед.-биол. | crossing-over | επισχιασμός |
мед.-биол. | crossing-over | διασκελιστικότης |
мед. | crossing over | επιχιασμός |
здрав., с/х., животн. | cut over | δοντάκι, προεξοχή |
эк. | decision to carry over | απόφαση μεταφοράς |
фин. | deficit carried over | μεταφερόμενο έλλειμμα |
фин. | deficit carried over from the previous year | μεταφερόμενο έλλειμμα του προηγούμενου οικονομικού έτους |
юр. | democratic change-over | δημοκρατική εναλλαγή |
юр. | disciplinary authority over the officials | πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων |
общ. | dispersed axially over the length of the core | κατανεμημένα αξονικά κατά μήκος του πυρήνα αντιδραστήρα |
с/х. | distribution of lambing over the whole year | κατανομή των γεννήσεων αμνών μέσα στη χρονιά |
мед. | double crossing-over | διπλή εναλλαγή των παραγόντων ή των γονιδίων των χρωμοσώμων ενός μιγάδος |
мед. | double crossing-over | διπλή διασταύρωση |
эл. | double pole change-over switch | διπολικός διακόπτης |
эл. | double pole change-over switch | διπολικό κομιτατέρ |
мед. | double-blind comparative trial with a cross-over design | διπλή-τυφλή δοκιμασία με διασταυρούμενη λήψη |
мед. | drying over phosphorus pentoxide | αποξήρανση με φωσφορικό ανυδρίτη |
юр. | economic control over franchisee | οικονομική εξουσία του δικαιοπαρόχου στο δίκτυο |
хим. | end-over-end type mixer | αναμίκτης με κάθετο τύμπανο |
хим. | end-over-end type mixer | αναμίκτης με κάθετο ταμπούρο |
эл. | energy spill-over | υπερροή ενέργειας |
общ. | entitlement carried over | αυτόματη μεταφορά |
общ. | entitlement to carry - over | δικαίωμα μεταφοράς |
эк. | equipment whose production extends over several periods | εξοπλισμός,η παραγωγή του οποίου διαρκεί αρκετές περιόδους |
обществ. | European Over-Sixties' Card | ευρωπαϊκό δελτίο για συνταξιούχους |
обществ. | European Over-Sixties' Card | ευρωπαϊκή κάρτα για τους άνω των 60 ετών |
фин., бухг. | excess of liabilities over assets | ανεπάρκεια ενεργητικού |
фин., бухг. | excess of liabilities over assets | υπερχρέωση |
стат., науч. | extra period change over design | σχεδιασμός εναλλαγής προσαυξημένης περιόδου |
стат. | extra period change over design | πρόσθετη αλλαγή περιόδου πέρα από το σχέδιο |
пром., стр., мет. | to fire over | αναθέρμανση |
хим. | flame over circle | φλόγα υπέρανω κύκλου |
стат., землевед. | flash-over | υπερπήδηση |
стат., землевед. | flash-over | εκκένωση μέσω διηλεκτρικού |
материаловед. | flash over | καθολική ανάφλεξη |
эл. | flash-over current | ρεύμα υπερπηδήσεως |
эл. | flash-over current | ρεύμα εκκενώσεως μέσω διηλεκτρικού |
эл. | flash-over voltage | τάση της επιφάνειας του τόξου |
эл. | flash-over voltage | τάση της επιφάνειας της μόνωσης |
общ. | fold-over effects | φαινόμενα ανασυζεύξεως |
с/х., маш. | folding over sections | αναδιπλούμενοι τομείς |
с/х., маш. | folding over sections | αναδιπλούμενα τμήματα |
естеств.науки. | free field over a reflecting plane | ελεύθερο ηχητικό πεδίο πάνω από ηχοανακλαστικό επίπεδο |
эк., трансп. | free over side | παράδοση φορτίου στην πλευρά του πλοίου |
землевед., эл. | frequency change over | μεταγωγή |
землевед., эл. | frequency change over | διατροπή |
комп., Майкр. | FTP over SSL | FTP μέσω SSL (An extension to the File Transfer Protocol (FTP) that supplies secure data communication through data encryption and decryption) |
полит., юр. | give a case priority over others | εκδικάζω μια υπόθεση κατά προτεραιότητα |
хим. | glazed over adjacent edges | εφυαλωμένο σε δύο παρακείμενα άκρα |
хим. | glazed over the edge | εφυαλωμένο στην άκρη |
лес. | grown over | αύξηση υπεράνω |
эл. | hand-over | μεταφορά |
эл. | hand-over | μεταγωγή από δορυφόρο σε δορυφόρο |
мед. | hand-over report | έκθεση |
юр. | handing-over arrangements | καθεστώς παράδοσης |
естеств.науки., с/х. | heal over | επικάλυψη |
с/х. | hoeing over the row | σκάλισμα πάνω από τη γραμμή |
здрав. | hold-over | παρατεταμένη διάπαυσις |
землевед., маш. | hold-over | συσσώρευση ψύχους |
землевед., маш. | hold-over coil | συσσωρευτής ψύχους |
землевед., маш. | hold-over plate | πλάκα συσσώρευσης ψύχους |
юр. | husband's authority over wife | συζυγική εξουσία |
юр. | husband's authority over wife | εξουσία του άνδρα συζύγου |
эл. | impulse spark-over voltage-time curve of a protector | καμπύλη κρουστικής τάσης υπερπήδησης ενός αλεξικέραυνου σε συνάρτηση με το χρόνο |
юр. | jurisdiction over infringement and validity | αρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης και εγκυρότητας |
юр. | jurisdiction over infringement and validity | αρμοδιότητα σε θέματα απομίμησης και εγκυρότητας |
патент. | jurisdiction over infringement and validity | αρμοδιότητες σε θέματα παραποίησης και κύρους |
хим. | knife-over-roll coater | συσκευή επίχρισης με μαχαίρι πάνω σε κύλινδρο |
пром., стр. | knock-over cam | τρίγωνο απόρριψης |
юр., стат. | labor turn-over | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας |
юр., стат. | labor turn-over | κύκλος κινήσεως εργαζομένων |
юр., стат. | labour turn-over | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας |
юр., стат. | labour turn-over | κύκλος κινήσεως εργαζομένων |
пром., стр. | laying-in over the width of the fabric | πρόσθεση υφαδιού του υφάσματος |
тех., пром., стр. | laying-in over the width of the fabric | ένθεση σε όλο το πλάτος |
городск.застр. | left over right buttoned | κούμπωμα του αριστερού μέρους στο δεξί μέρος |
тех., пром., стр. | length over bosses | απόσταση μεταξύ φλαντζών |
фин. | limit on expenditure over a five-year period | πενταετές κονδύλιο |
пром., стр., хим. | line over finish | Pαφή στο επιλαίμιο |
с/х. | logged-over forest | πλήρως ξυλευμένο δάσος |
тех., пром., стр. | long bottom apron running over a guide bridge and kept under tension bracket | μακριά κάτω ποδιά που οδηγείται από γέφυρα και τεντώνεται από κύλινδρο |
тех., пром., стр. | long bottom apron running over a guide bridge and kept under tension roller | μακριά κάτω ποδιά που οδηγείται από γέφυρα και τεντώνεται από κύλινδρο |
эк. | losses accumulated over several financial years | ζημίες που έχουν σωρευθεί επί σειρά ετών |
эк. | machinery and equipment whose production extends over several periods | μηχανήματα και εξοπλισμός,η παραγωγή των οποίων διαρκεί αρκετές περιόδους |
тех., пром., стр. | maximal length over flanges | μέγιστη απόσταση μεταξύ φλαντζών |
эк. | mean occupied population over the course of the year | μέσος απασχολούμενος πληθυσμός κατά τη διάρκεια του έτους |
эк. | mean of the total population over the course of the year | συνολικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια ενός έτους |
пром., стр. | meter change-over clock | ρολόι αλλαγής της ώρας |
тех., пром., стр. | minimal length over flanges | ελάχιστη απόσταση μεταξύ φλαντζών |
мед. | mitotic crossing over | σωματικός επιχιασμός |
мед.-биол. | mitotic crossing-over | μιτωτικός επιχιασμός |
мед. | mitotic crossing over | μιτωτικός επιχιασμός |
землевед., маш. | moisture carry-over | μεταφορά σταγονιδίων νερού |
комп., Майкр. | NetBIOS over TCP/IP | NetBIOS σε TCP/IP (A feature that provides the NetBIOS programming interface over the TCP/IP protocol. It is used for monitoring routed servers that use NetBIOS name resolution) |
эл. | nominal d.c.spark-over voltage of a protector | ονομαστική συνεχής τάση υπερπήδησης αλεξικεραύνου |
фин., эк. | non-automatic carry-over | μη αυτόματες μεταφορές πιστώσεων |
фин. | non-differentiated appropriations carried over | μη διαχωριζόμενες μεταφερθείσες πιστώσεις |
мед. | non-identical crossing-over | άνισος διασκελιστικότης |
общ. | normal carry-over stock | κανονικό απόθεμα μεταφοράς |
обр., ИТ. | objective over time | στόχος σε συνάρτηση με το χρόνο |
с/х. | once over | με ένα πέρασμα |
с/х. | once-over harvesting | ολική συγκομιδή |
с/х. | once-over harvesting | συγκομιδή μ'ένα πέρασμα |
с/х. | once-over harvesting | μέθοδος ολικής συγκομιδής |
эк. | output of goods whose production extends over several periods of time | παραγωγή αγαθών που διαρκεί περισσότερες από μία χρονικές περιόδους |
хим. | over-all column efficiency | ολικός βαθμός απόδοσης |
стат., науч. | over-all estimate | γενική εκτίμηση |
общ. | over all flows | συνολικές εισροές |
стат., науч. | over-all sampling fraction | γενικός λόγος δειγματοληψίας |
стат., науч. | over-all sampling rate | γενικός λόγος δειγματοληψίας |
стат., науч. | over-all sampling ratio | γενικός λόγος δειγματοληψίας |
материаловед., маш. | over-all wrap | ολική περικάλυψη |
фин. | over-allotment option | δικαίωμα επιπλέον έκδοσης χρεογράφων |
с/х. | over and over mixer | χειροκίνητη μηχανή σκονίσματος σπόρων |
лес. | over-bark o.b | με το φλοιό |
лес. | over-bark o.b | έμφλοιο |
фин. | over-bought market | υπερ-αγορασμένη αγορά |
фин. | over-budgetization | διάθεση πιστώσεων που υπερβαίνουν τις πραγματικές ανάγκες |
землевед., маш. | over-centre device | διάταξη δύο κεχωρισμένων θέσεων |
с/х. | to over-churn | κτυπώ υπερβολικά το γάλα |
с/х. | to over-churn | αναδεύω υπερβολικά |
естеств.науки., с/х. | over colour | απόχρωση του φλοιού |
хобби. | over-concentration in the high season | υπερβολική συγκέντρωση κατά την τουριστική περίοδο αιχμής |
стат. | over-coverage | υπερκάλυψη |
эл. | over-current | υπέρβαση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος |
с/х. | over current | υπερένταση ρεύματος |
эл. | over-current discrimination | επιλεκτικότητα υπερρευμάτων |
эл. | over-current protection | προστασία υπερεντάσεως |
эл. | over-current release | διάταξη απεμπλοκής υπερέντασης |
эл. | over-deviation | υπεραπόκλιση |
мед. | over-diagnosis | υπερδιάγνωση |
здрав. | over-dominance | υπερκυριαρχία |
пром., стр., хим. | over-end draw | Ξετύλιγμα υαλονήματος |
пром., стр., хим. | over-end take off | Ξετύλιγμα υαλονήματος |
эк., с/х. | over-equipment | υπερεξοπλισμός |
стат. | over-estimated | υπερεκτιμημένος |
стат. | over-estimation | υπερεκτίμηση |
эл. | over-excitation | υπερδιέγερση |
эк. | over-exploitation of resources | υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων |
здрав. | over-exposed accident victim | θύμα ατυχήματος λόγω υπερβολικής έκθεσης σε ακτινοβολίες |
эл. | over-exposure | υπερβολική έκθεση |
мед. | over-expressing strain | στέλεχος που εμφανίζει υπερέκφραση |
естеств.науки. | over-fertilization | υπερλίπανση |
естеств.науки. | over-fertilization of aquatic ecosystem | υπερλίπανση του υδατικού οικοσυστήματος |
окруж. | over-fertilization of the aquatic ecosystem | υπερλίπανση του υδάτινου οικοσυστήματος |
эл. | over-frequency protection | προστασία από υπερβολική συχνότητα |
пром., стр., хим. | over-gauge | Περίσσεια υάλου |
хим. | over grinding | υπεράλεση |
с/х. | over-heated honey | μέλι βρασμένο |
стат., науч. | over identification | υπερπροσδιορισμός |
эл. | over-illumination | υπερ-φωτισμός |
фин., бухг. | over-indebtedness | ανεπάρκεια ενεργητικού |
фин., бухг. | over-indebtedness | υπερχρέωση |
с/х., стр. | over-irrigation | υπεράρδευση |
с/х., стр. | over-irrigation | πληθωρική άρδευση |
мет. | over lacquer 2) coating varnish | προστατευτικό βερνίκι επίστρωσης |
мет. | over lacquer 2) coating varnish | βερνίκι επίστρωσης |
мед. | over-mature child | υπερώριμο νεογνό |
эл. | over-moded waveguide | υπερμεγέθης κυματοδηγός |
здрав., с/х. | Over 30-month Scheme | πρόγραμμα για τα ζώα ηλικίας άνω των τριάντα μηνών |
общ. | over-nomination | υπέρβαση δήλωσης |
с/х. | over-oxidation | μαντερισμός |
с/х. | over-oxidation | μαδεροποίηση; υπεροξείδωση |
с/х. | over-oxidation | υπεροξείδωση |
пром., стр. | over-packaging | περιττή συσκευασία |
с/х. | over planted pocket | παραγεμισμένο θυλάκιο |
с/х. | over-plastering | υπεργύψωση |
стат., обществ. | over-population | υπερπληθυσμός |
пром., стр., хим. | over-port fired furnace | Kλίβανος με καυστήρες στο πάνω μέρος της πόρτας |
стр. | over-pour run | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν |
здрав. | over-prescribing | συνταγή για υπερβολική δόση |
мед. | over-prescribing | υπερβολική συνταγογράφηση |
эк. | over-production | υπερπαραγωγή |
юр. | over-protection to the public's disadvantage | υπερπροστασία εις βάρος του κοινού |
общ. | over-range | εκτός περιοχής κλίμακος |
междун.торг., налог. | over-rebate or excess drawback of indirect taxes or import charges | υπέρμετρη μειώση ή επιστροφή σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων |
стат., обществ. | over-registration | πολλαπλή καταχώριση |
стат., обществ. | over-registration | διπλοαπογραφή |
стат., обществ. | over-registration | πολλαπλή μέτρηση |
общ. | over-regulating at Community level | υπερβολική επιβολή κανονιστικών ρυθμίσεων σε κοινοτικό επίπεδο |
фин. | over-regulation | περιττή ρύθμιση |
эк., марк. | over-riding non-trade related national interest | κύριο εθνικό συμφέρον,που δεν συνδέεται με το εμπόριο |
с/х. | over-ripe | υπερώριμος |
с/х., пром. | over ripe | υπερώριμος |
с/х. | over-ripeness | υπερωριμότητα |
с/х. | over-ripeness | υπερωρίμανση |
мед.-биол. | over-ripening of snow | "υπερωρίμασης" χιόνος |
пром., стр. | over-shoe | κάλυμμα υποδημάτων |
стр. | over-shot run | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν |
фин. | over-sold market | υπερ-πουλημένη αγορά |
фин. | over sold market | υπερ-πουλημένη αγορά |
мед. | over-speed | υπέρ-ταχύτητα |
фин. | over-spending | υπέρβαση δαπανών |
с/х., стр. | over-subbing | υπεράρδευση |
с/х., стр. | over-subbing | πληθωρική άρδευση |
налог. | over-taxation | δημοσιονομική απορρόφηση |
налог. | over-taxation | υπερφορολόγηση |
фин. | over the counter | εξωχρηματιστηριακός; εκτός κύκλου |
фин. | over the counter market | ελεύθερη αγορά |
общ. | over the counter trading | ημιεπίσημη αγορά τίτλων ή "προθάλαμος" |
уголь. | over the shaft is erected the headgear or in some cases winding turret | υπέρ το φρέαρ είναι εγκατεστημένον ικρίωμα ή πύργος ανελκύσεως |
фин. | over-the-counter | εξωχρηματιστηριακή συναλλαγή |
фин. | over-the-counter bought equity option | προαίρεση μετοχής που έχει αγοραστεί εξωχρηματιστηριακά |
фин. | over-the-counter cash transaction | συναλλαγή στα ταμεία των τραπεζών |
фин. | over-the-counter deal | συναλλαγή μετά το κλείσιμο της αγοράς |
фин. | over-the-counter derivative | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα |
фин. | over-the-counter derivative | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα |
фин. | over-the-counter derivative | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών |
фин. | over-the-counter derivative instrument | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα |
фин. | over-the-counter derivative instrument | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα |
фин. | over-the-counter derivative instrument | εξωχρηματιστηριακό παράγωγο μέσο |
фин. | over-the-counter derivative instrument | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών |
фин. | over-the-counter derivatives market | εξωχρηματιστηριακή αγορά παράγωγων προϊόντων |
фарма. | over-the-counter drug | φαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή |
фарма. | over-the-counter drug | φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τη διάθεση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή |
фарма. | over-the-counter drug | μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα |
эк. | over-the-counter drug | φάρμακο που πωλείται ελεύθερα |
фин. | over-the-counter instrument | μέσο συναλλαγών εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών |
фин. | over-the-counter market | παράλληλη αγορά |
фин. | over-the-counter market | εξωχρηματιστηριακή αγορά |
фарма. | over-the-counter medicine | φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τη διάθεση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή |
фарма. | over-the-counter medicine | φαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή |
фарма. | over-the-counter medicine | μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα |
фин. | over-the-counter option | προαίρεση εκτός επίσημων χρηματιστηρίων |
фин. | over-the-counter option | διατραπεζική οψιόν |
фин. | over-the-counter option | οψιόν της διατραπεζικής αγοράς |
фин. | over-the-counter security | εξωχρηματιστηριακός τίτλος |
с/х., стр. | over-the-crop spray irrigation | άρδευση με καταιονισμό πάνω από την κόμη του δένδρου |
с/х., стр. | over-the-crop spray irrigation | σύστημα άρδευσης με τεχνητή βροχή πάνω από το φύλλωμα των δένδρων |
общ. | over-the-horizon force | δύναμη "πέρα από τον ορίζοντα" |
общ. | over-the-horizon reserve force | δύναμη "πέρα από τον ορίζοντα" |
здрав., с/х. | Over Thirty Month Slaughter Scheme | πρόγραμμα για τα ζώα ηλικίας άνω των τριάντα μηνών |
здрав., с/х. | Over Thirty Months Scheme | πρόγραμμα για τα ζώα ηλικίας άνω των τριάντα μηνών |
эл. | over-travel | τελική διαδρομή |
с/х. | over-treated grain | κόκκος υπερφορτωμένος με προϊόν απολύμανσης |
с/х. | over-treated grain | κόκκος υπερβολικά επεξεργασμένος |
с/х. | over-treated seed | κόκκος υπερβολικά επεξεργασμένος |
с/х. | over-treated seed | κόκκος υπερφορτωμένος με προϊόν απολύμανσης |
мед. | over-treatment | υπερθεραπεία |
с/х., стр. | over-tree sprinkler method | άρδευση με καταιονισμό πάνω από την κόμη του δένδρου |
с/х., стр. | over-tree sprinkler method | σύστημα άρδευσης με τεχνητή βροχή πάνω από το φύλλωμα των δένδρων |
с/х. | over-use of the soil | υπερβόσκησις |
с/х. | over-utilization of the soil | υπερβόσκησις |
эк. | over-valuation | υπερεκτίμηση |
эл. | over-voltage protection | διάταξη προστασίας κατά υπέρταση |
эл. | over-voltage protection | προστασία από υπέρταση |
пром., стр. | over-vulcanization | υπερβολικός βουλκανισμός |
мед.-биол. | over-year storage | κυκλική υδαταποθήκευσις |
стр. | part of wall over door | υπέρθυρο |
стр. | part of wall over door | υπερτόναιο |
стр. | part of wall over window | πρέκι |
стр. | part of wall over window | ανώφλιο |
фин. | payment appropriations carried over | μεταφερθείσες πιστώσεις πληρωμών |
стат. | peak over threshold | αιχμή πέρα από το κατώτατο όριο |
тех., пром., стр. | pile carpet woven over wires | υφαντό χαλί με πέλος πάνω από σύρματα |
тех., пром., стр. | pile carpet woven over wires | βέργες ύψους |
общ. | piping material for this gas must not contain over 63 per cent of copper | το υλικό των σωληνώσεων για αυτό το αέριο δεν πρέπει να περιέχει πάνω από 63 επί τοις εκατό χαλκό |
землевед., маш. | point of impact of the roll-over structure | σημείο πρόσκρουσης της αψίδας |
комп., Майкр. | Point-to-Point Protocol over Ethernet | πρωτόκολλο από σημείο σε σημείο για δίκτυο Ethernet (A specification for connecting users on an Ethernet network to the Internet through a broadband connection, such as a single DSL line, wireless device, or cable modem. Using PPPoE and a broadband modem, LAN users can gain individual authenticated access to high-speed data networks. By combining Ethernet and Point-to-Point Protocol (PPP), PPPoE provides an efficient way to create a separate connection for each user to a remote server) |
здрав. | potential carry-over | πιθανή διασταυρούμενη αντίδραση |
страх. | precedence of the rule of priority of personal rights over derived rights | κανόνας προτεραιότητας των ιδίων δικαιωμάτων έναντι των παράγωγων δικαιωμάτων |
эл. | propagation over mixed paths | διάδοση σε μικτές διαδρομές |
эк., фин. | public take-over bid | δημόσια προσφορά εξαγοράς; δημόσια προσφορά για την απόκτηση τίτλων |
пром., стр. | to pull over | προβάρω |
пром., стр. | to pull over | κάνω δοκιμές μονταρίσματος |
пром., стр. | to pull over | κάνω δοκιμαστικό μοντάρισμα |
хим., мет. | pull-over | εξισωτικό υγρό |
пром., стр. | pulling-over machine | μηχανή συναρμολόγησης |
с/х. | pumping over | παλίρροια |
с/х. | pumping over | μετάγγιση |
мет. | rapid change-over stand | τμήμα ταχείας αντικατάστασης |
мет. | rapid change-over stand | συσκευή ταχείας αντικατάστασης |
фин., эк. | reality over appearance | υπεροχή της πραγματικότητας έναντι των φαινομένων |
иммигр. | request that the enforcement be taken over | αίτηση αναλήψεως της εκτελέσεως της ποινής |
фин. | request to carry over | αίτηση μεταφοράς πιστώσεων |
юр., угол., ООН. | to retain jurisdiction over the matter | διατηρώ δικαιοδοσία επί του θέματος |
фин. | revenue carried over | μεταφερόμενα έσοδα |
фин. | rights over the profits conferred by the company's articles of association | καταστατικά δικαιώματα επί των κερδών |
лес. | roll over | ανατροπή |
фин. | roll over | αναχρηματοδότηση |
фин. | roll over | ανανέωση |
общ. | roll over funding | ανανέωση των πιστώσεων |
мет. | roll-over machine | μηχανή ανατροπής καλουπιών |
с/х. | roll-over plough | κυλιόμενο άροτρο |
с/х. | roll-over plow | κυλιόμενο άροτρο |
землевед., с/х. | roll-over position | κεκλιμένη θέση |
профс., трансп., тех. | roll-over protection structure | σύστημα προστασίας σε περίπτωση ανατροπής |
профс., трансп., тех. | roll-over protection structure | προστατευτική κατασκευή από κίνδυνο ανατροπής |
профс., трансп., тех. | roll-over protection structure | αψίδα προστασίας |
налог. | roll-over relief | φορολογική ελάφρυνση για επανεπένδυση |
с/х., стр. | roll-over scraper | περιστροφικό ξυστικό φτυάρι |
с/х., стр. | roll-over scraper | περιστροφικός ξύστης |
мет. | roll-over type furnace | κάμινος κεκλιμένου δαπέδου |
мет. | rolling over | περιστροφή περί τον διαμήκη άξονα |
лес. | run over | πατημένο (από όχημα) |
мед. | scar over | κλεισμένος |
мед. | scar over | κλείνω αφήνοντας ουλή έκλεισα |
мед. | scar over | επουλώνομαι επουλώθηκα |
с/х. | scraps left over from cutting or boning | παραπροϊόντα σφαγίου που προέρχονται από τον τεμαχισμό ή την αποστέωση |
иммигр. | sentence to be taken over | μέρος της ποινής που δεν έχει εκτιθεί |
пром., стр., мет. | set-over finish | κακοσχηματισμένο στόμιο |
хим. | shell molding over male mold | καλούπωμα με εμβάπτιση |
хим. | shell moulding over male mould | καλούπωμα με εμβάπτιση |
фин., пром., стр. | shoe designed to be worn over a plaster cast | υπόδημα προοριζόμενο να φοριέται πάνω από γύψινο επίδεσμο |
мед. | skin over | κλεισμένος |
мед. | skin over | επουλώνομαι επουλώθηκα |
мед. | skin over | κλείνω έκλεισα |
мет. | slopping over | υπερχείληση |
мет. | slopping over | ανωμαλία στην κάτω πλευρά |
мед.-биол., с/х. | soil over bed rock | έδαφος πάνω σε βράχους |
мед.-биол., с/х. | soil over bed rock | έδαφος επί πρωτογενών πετρωμάτων |
мед.-биол., с/х. | soil over bedrock | έδαφος επί πρωτογενών πετρωμάτων |
мед.-биол., с/х. | soil over bedrock | έδαφος πάνω σε βράχους |
хим., эл. | solid carry-over | συμπαρασυρόμενα στερεά σωματίδια |
мед. | somatic crossing over | σωματικός επιχιασμός |
мед. | somatic crossing over | μιτωτικός επιχιασμός |
эл. | spark-over of a protector | εκκένωση αλεξικεραύνου |
эл. | spark-over voltage | τάση της επιφάνειας του τόξου |
эл. | spark-over voltage | τάση της επιφάνειας της μόνωσης |
эк., окруж. | spill-over | εξωτερικά στοιχεία |
эк., окруж. | spill-over | εξωτερικοί παράγοντες |
эк., окруж. | spill-over | εξωτερικά επακόλουθα |
общ. | spill-over | εκχείλιση λειτουργιών |
общ. | spill over of fire | εξάπλωση της πυρκαγιάς |
юр., торг. | spill-over effects | δευτερογενείς συνέπειες |
эк., трансп., материаловед. | spread over | ενδιάμεσο διάστημα |
гос. | to spread over a number of months | καταβάλλω σε μηνιαίες δόσεις |
общ. | spread over a number of months, to | κλιμακώνω σε περισσότερους του ενός μήνες |
иммигр., трансп., авиац. | stop-over visa | θεώρηση διέλευσης με δικαίωμα στάσης |
фин. | storage and carry-over arrangements | μέτρα αποθήκευσης και λογιστικής μεταφοράς |
с/х. | storage and carry-over arrangements | μέτρα αποθηκεύσεως και λογιστικής μεταφοράς |
фин. | subsidy allocated over time | χρονική κατανομή επιδοτήσεων |
бухг. | substance over form | η oυσία υπεράνω τoυ τύπoυ |
фин. | sum of GDPmp of the Member States over five years | άθροισμα του ΑΕΠ τ.α.των κρατών μελών για πέντε έτη |
фин. | surveillance over exchange arrangements | εποπτεία επί των συναλλαγματικών ρυθμίσεων |
землевед., эл. | to switch over | διατρέπω |
землевед., эл. | to switch over | μετάγω |
землевед., эл. | to switch over | διακόπτω |
фин., эк., с/х. | switch-over system | μηχανισμός αντιστάθμισης "switch-over" |
фин. | switch-over system for avoiding the creation of positive monetary compensatory amounts | σύστημα switch-over για την αποφυγή της δημιουργίας θετικών νομισματικών εξισωτικών ποσών |
фин., эк. | take-over | εξαγορά |
эк., фин. | take-over | απορρόφηση |
с/х., пром. | take over by the intervention agency | παραλαβή από τον οργανισμό παρέμβασης |
с/х., пром. | take over by the intervention agency | ανάληψη από τον οργανισμό παρέμβασης |
с/х. | take-over certificate | πιστοποιητικό παραλαβής |
эл. | take-over current | ρεύμα τομής |
юр., эк. | take-over offer | δημόσια προσφορά εξαγοράς μετοχών |
стр. | taking over a building | διαδικασία επείγοντος ως προς απαλλοτριώσεις |
стр. | taking over a building | επείγουσα διαδικασία απαλλοτρίωσης |
стр. | taking over a property | διαδικασία επείγοντος ως προς απαλλοτριώσεις |
стр. | taking over a property | επείγουσα διαδικασία απαλλοτρίωσης |
тех. | taking over an international standard | ενσωμάτωση διεθνούς προτύπου |
тех. | taking over an international standard in a national normative document | αποδοχή διεθνούς προτύπου σε εθνικό κανονιστικό έγγραφο |
фин. | taking over by the State of social security contributions | εξομοίωση προς φόρους ορισμένων κοινωνικών επιβαρύνσεων |
эк. | tax refunds made as a result of over-payments | επιστροφές φόρων λόγω καταβολής μεγαλύτερου ποσού |
стат. | testing the constancy of regression relationships over time | ελέγχου της σταθερότητας των σχέσεων παλινδρόμησης την πάροδο του χρόνου |
юр. | the application of the provisions of this Agreement shall prevail over provisions in existing bilateral or multilateral agreements | οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας υπερισχύουν των διατάξεων των υφιστάμενων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών |
юр. | the courts of the country concerned shall have jurisdiction over | η αρμοδιότης των εθνικών δικαστηρίων |
юр. | the courts of the country concerned shall have jurisdiction over complaints that enforcement is being carried out in an irregular manner | ο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων |
юр., иммигр. | the handing over of the applicant for asylum to the Member State which has to... | παράδοση των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης |
пром., стр. | the paper is dried by being passed over heated cylinders | ξηρή συμπίεση |
фин. | tide-over period | περίοδος μετάβασης |
фин. | tide-over period | μεταβατική περίοδος |
стат. | tied double change over design | σχεδιασμός συνδεδεμένης διπλής εναλλαγής |
естеств.науки., с/х. | toppling over | κόκκινος στίπος |
естеств.науки., с/х. | toppling over | καφέ στίπος |
юр., марк. | total deficit that can be carried over | μεταφερόμενο γενικό παθητικό |
бухг. | tradable and over-the-counter OTC options | εμπορεύσιμα και πωλούμενα στην ελεύθερη αγορά προαιρετικά δικαιώματα οψιόν |
эл. | transmission loss over the interference path | απώλεια μετάδοσης μέσω της διαδρομής των παρεμβολών |
стат. | trend = moving average over 3 months | τάση = μέσος όρος τριών μηνών |
юр., стат. | turn-over | κύκλος κινήσεως εργαζομένων |
юр., стат. | turn-over | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας |
полит., эк. | turn-over | εσωτερική δημιουργία θέσεων λόγω αποχωρήσεως |
с/х. | turn over | αναποδογυρίζω |
фин. | turn-over | κυκλοφορία |
пром., стр., мет. | turn-over | ανατροπή |
пром., стр., мет. | turn-over | γύρισμα |
с/х. | turn over | ανατρέπομαι |
эл. | turn-over voltage | τάση κατωφλίου |
эл. | turn-over voltage | τάση αποκλίσεως |
мет. | turning over | ανατροπή |
мед. | unequal crossing over | άνισος επιχιασμός |
мед. | unequal crossing over | άνισος διασκελισμός |
пром., стр. | up and over door | αιωρούμενη πόρτα |
пром., стр. | up and over door | ταλαντευόμενη πόρτα |
общ. | Vitreous china bidets over rim supply only | Πυγολουτήρας μπιντέ από υαλώδη πορσελάνη με εξωτερική μόνο παροχή νερού πάνω από το χείλος του |
обр., ИТ. | voice-over | πρόσθετος σχολιασμός |
комп., Майкр. | Voice over Internet Protocol | φωνή μέσω πρωτοκόλλου Internet (The use of the Internet Protocol (IP) for transmitting voice communications. VoIP delivers digitized audio in packet form and can be used to transmit over intranets, extranets, and the Internet. It is essentially an inexpensive alternative to traditional telephone communication over the circuit-switched Public Switched Telephone Network (PSTN). VoIP covers computer-to-computer, computer-to-telephone, and telephone-based communications. For the sake of compatibility and interoperability, a group called the VoIP Forum promotes product development based on the ITU-T H.323 standard to transmit multimedia over the Internet) |
комп., Майкр. | Voice over IP | Φωνή μέσω IP (The use of the Internet Protocol (IP) for transmitting voice communications. VoIP delivers digitized audio in packet form and can be used to transmit over intranets, extranets, and the Internet. It is essentially an inexpensive alternative to traditional telephone communication over the circuit-switched Public Switched Telephone Network (PSTN). VoIP covers computer-to-computer, computer-to-telephone, and telephone-based communications. For the sake of compatibility and interoperability, a group called the VoIP Forum promotes product development based on the ITU-T H.323 standard to transmit multimedia over the Internet) |
общ. | to wash over | υπερδιάτρηση |
мед.-биол. | wind over the deck | διαμήκης συνιστώσα ανέμου καταστρώματος |
юр. | winning over the chain | κατάκτηση της εμπιστοσύνης των δικαιοδόχων |
юр. | winning over the franchisees | κατάκτηση της εμπιστοσύνης των δικαιοδόχων |
уголь. | work-over operation | συντήρηση παραγωγικής γεώτρησης |
уголь. | work-over operation | επιδιόρθωση παραγωγικής γεώτρησης |
фин., труд.прав. | workers' control over investment | έλεγχος επενδύσεων |