SłownikiForumKontakt

   Szwedzki
Google | Forvo | +
ackòrdslön rzecz. ~en ~er
posp. αμοιβή κατ'αποκοπή
ekon. αμοιβή επί τη αποδόσει
mark., prawo pr. αμοιβή με το κομμάτι; μισθός κατά μονάδα εργασίας
nauki sp. εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν
prawo pr. υπεργολαβία