Angielski | Grecki |
crown anemone | ανεμώνη η κορωνάρια (Anemone coronaria) |
crown-gall | στεφανοειδές εξόγκωμα της κράμβης |
crown-gall | βακτηριακό οίδημα ζαχαρότευτλου |
crown gall | Βακτηριοειδές σάρκωμα του λαιμού του πρέμνου |
crown of tree | κορυφή δένδρου |
crown rust of oats | σκωρίαση της βρώμης (Puccinia coronata) |
crown shoot | λεπτοκλάδι |
crown training | διαμόρφωση σε σχήμα ατέμματος |
crown vetch | στεφανίσκος (Coronilla spp.) |
crown vetch | κορωνίλλη η ποικίλη (Coronilla varia L., coronilla varia) |
crown vetch | στεφανίσκος ο ποικίλος (Coronilla varia L., coronilla varia) |
crown vetch | κορονίλλα (Coronilla spp.) |
crown wood | νεαρόν ξύλον |
strawberry crown-girdler | ωτιόρυγχος (Brachyrinus ovatus, Otiorrhynchus ovatus) |
strawberry crown-girdler | σκαθάρι της ρίζας της φράουλας (Brachyrinus ovatus, Otiorrhynchus ovatus) |
tree crown | κορυφή δένδρου |