oposición | |
כלל. | αντίθεση |
כלל. | ανταγωνιστική εξέταση; διαγωνισμός πρόσληψης; διαγωνισμός |
Obrero | |
כלל. | Aνειδίκευτος εργάτης |
obrera | |
.חַקלָ | εργάτρια μέλισσα; εργάτης |
obrero | |
.כַּלְ | εργάτης |
.שירות | ανειδίκευτος εργάτης |
| |||
αντίθεση | |||
διαγωνισμός βάσει εξετάσεων | |||
ανταγωνιστική εξέταση; διαγωνισμός πρόσληψης; διαγωνισμός | |||
ספרדית אוצר מילים | |||
| |||
el acto de oponer o resistir; confrontar a otro |
Oposicion: 81 צירופים, 18 נושאים |