מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   פורטוגלית
Google | Forvo | +
exploração abusiva de uma posição dominante
.כַּלְ, .מִסְח καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως; κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης