מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית יוונית
Google | Forvo | +
Store
 store
כלל. κατάστημα
.חַקלָ αποθήκη εφοδίων; αποθήκη τροφίμων
.טכנול .חַקלָ .מכשיר αποθηκεύω
.טכנול .טֶכנו απομνημονεύω
.טכנול .מכשיר μνήμη
.כִּימ συσσωρευτής
.מִסְח αποθήκη
.פֶּחָ .מכשיר απόθεμα άνθρακα; χώρος αποθήκευσης άνθρακα
| at
 at
.תקשור .טכנול παπάκι
temperatures
- נמצאו מלים נפרדות

שם עצם | פועל | צירופים
store [stɔ:] נ
כלל. κατάστημα
.חַקלָ αποθήκη εφοδίων; αποθήκη τροφίμων
.טכנול, .מכשיר μνήμη
.כִּימ συσσωρευτής
.מִסְח αποθήκη
.פֶּחָ, .מכשיר απόθεμα άνθρακα; χώρος αποθήκευσης άνθρακα
.רְפוּ χώρος αποθήκευσης; απόθεμα; αποθηκεύω αποθήκευσα
.תַחְב εξωτερικό φορτίο
to store [stɔ:] נ
.גידול διατηρώ; αποθηκεύω
.טכנול, .חַקלָ, .מכשיר αποθηκεύω
.טכנול, .טֶכנו απομνημονεύω
Store … [stɔ:] נ
.כִּימ Αποθηκεύεται …
storing ['stɔːrɪŋ] v
כלל. συσσώρευση
.גידול εναπόθεση; διατήρηση;αποθήκευση
.טכנול, .טֶכנו απομνημόνευση
.מדעי αποθήκευση
stores v
.תַחְב, .נַוָט, .גידול ανεφοδιασμός
.תַחְב, .תְעוּ εφόδια
 אנגלית אוצר מילים
store [stɔ:] קיצור.
.נוֹטָ, .טכנול stor; str
.נוֹטָ, .תְעוּ st
.נוֹטָ, מחש. storage
.store נ
.סיומת Businesses Offering Goods (Domain Name, Internet)
.STORE נ
Businesses Offering Goods (Domain Name)
STORE [stɔ:] נ
storage technology for operational readiness
Store at temperatures: 3 צירופים, 1 נושאים
כִּימִיָה3