מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   גרמנית
Google | Forvo | +
- נמצאו מלים נפרדות

צירופים
offen adj.
כלל. ακάλυπτoς
.רְפוּ ανοιχτός; ανοικτός
.תקשור απερικάλυπτος
αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα
Offen adj.
.מיקרו Τα ανοικτά στοιχεία μου
offener Guterwagen: 4 צירופים, 1 נושאים
תַחְבּוּרָה4