Offen | |
.מיקרו | Τα ανοικτά στοιχεία μου |
offen | |
כלל. | ακάλυπτoς |
כלל. | αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα |
.רְפוּ | ανοιχτός; ανοικτός |
Güterwagen | |
.תַחְב | υλικό εμπορευμάτων |
| |||
ακάλυπτoς | |||
ανοιχτός; ανοικτός | |||
απερικάλυπτος | |||
αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα | |||
| |||
Τα ανοικτά στοιχεία μου |
offener Guterwagen: 4 צירופים, 1 נושאים |
תַחְבּוּרָה | 4 |