allongement | |
.הנדסת | βαθμός λυγηρότητας; σχέση λεπτότητας |
.כִּימ .הנדסת | αραίωση |
.מדעי .תַחְב | έκταμα; λεπτότητα; λόγος επιμήκους |
.תַחְב | σχέση μήκους/πλάτους στρώματος; αεροδυναμική λεπτότητα |
cent | |
כלל. .כַּלְ | λεπτό |
allongement pour cent: 2 צירופים, 2 נושאים |
גידול דגים גידול דגים | 1 |
מֵטַלוּרגִיָה | 1 |