transient response | |
.מכשיר | μεταβατική χαρακτηριστική; μεταβατική απόκριση |
implement | |
כלל. | εφαρμόζω |
כלל. | θέτω σε ισχύ |
.יַעֲר | σκεύος |
procedure | |
כלל. | λειτουργία |
.טכנול .טֶכנו | διαδικασία |
.מדעי .מכשיר | μέθοδος |
.מיקרו | διαδικασία |
.פטנטי | δικονομικές διατάξεις |
.רְפוּ | χειρισμός έκτρωσης |
| |||
μεταβατική χαρακτηριστική; μεταβατική απόκριση |
transient response : 2 צירופים, 2 נושאים |
טֶכנוֹלוֹגִיָה | 1 |
תַעֲשִׂיָה | 1 |