procedure | |
כלל. | λειτουργία |
.טכנול .טֶכנו | διαδικασία |
.מדעי .מכשיר | μέθοδος |
.מיקרו | διαδικασία |
.פטנטי | δικονομικές διατάξεις |
.רְפוּ | χειρισμός έκτρωσης |
of | |
כלל. | από |
self | |
.בריאו | το προϊόν της αυτοεπικονιάσεως |
test | |
.רְפוּ | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
כלל. | δοκιμές |
.טכנול | εξέταση |
| |||
λειτουργία | |||
διαδικασία | |||
μέθοδος | |||
διαδικασία (A sequence of declarations and statements that are executed as a unit) | |||
δικονομικές διατάξεις | |||
χειρισμός έκτρωσης | |||
| |||
όχημα μαζικής παραγωγής | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
procd | |||
A document containing a detailed description of the steps necessary to perform specific operations in conformance with applicable standards. Procedures are defined as part of processes. | |||
pcdr; prc; pro; proc | |||
proc. |
procedure of : 191 צירופים, 30 נושאים |