object | |
כלל. .תקשור .טכנול | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
.חוקי .הנדסת | προϊόν εργασίας |
.טכנול | γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου |
.טכנול .עיבוד | συνάφεια |
.כַּלְ | σκοποί κατανάλωσης |
.מיקרו | αντικείμενο |
.תקשור .טכנול | αφηρημένο αντικείμενο |
processor | |
כלל. | μεταποιητής |
| |||
προϊόν εργασίας | |||
γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου | |||
συνάφεια | |||
σκοποί κατανάλωσης | |||
αντικείμενο (In object-oriented programming, an instance of a class. An object comprises data and methods that act on the data, and is treated as a discrete entity) | |||
αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος; αφηρημένο αντικείμενο | |||
| |||
διακοσμητικά δαντέλας | |||
| |||
ενίσταμαι | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
objection; objective | |||
OBJ; OBJT | |||
| |||
to express disapproval or opposition, protest to the court; protest to the court against an act or omission by the opposing party |
object: 289 צירופים, 31 נושאים |