monitoring | |
כלל. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
כלל. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
.טֶכנו .הנדסת | επιτήρηση |
.רְפוּ | έλεγχος; παρακολούθηση |
identification | |
כלל. | εξακρίβωση ταυτότητας |
כלל. | επισήμανση |
.כִּימ | καθορισμός ταυτότητας |
.מיקרו | αναγνώριση |
.רְפוּ | αναγνώριση; ταυτοποίηση; συγχώνευση; συνταύτιση |
.תקשור | σήμα κλήσεως |
AND | |
.מיקרו | λογικό ΚΑΙ |
correlation | |
.מיקרו | συσχέτιση |
.סטָטִ | συσχέτιση |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
επιτήρηση f | |||
έλεγχος m; παρακολούθηση f | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
παρακολούθηση/έλεγχος f | |||
| |||
παρακολούθηση f; έλεγχος m | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
montrg |
monitoring : 528 צירופים, 45 נושאים |