|
|
כלל. |
πειραματικός βρόχος; πειραματικό κύκλωμα |
.טֶכנו, .תַעֲש, .בְּנִ |
θηλιά; θηλιά νήματος; μπούκλα |
.טכנול |
ανακύκλωσις |
.טכנול, .טֶכנו |
δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
.מיקרו |
βρόχος (To execute a group of statements repeatedly) |
.מכשיר |
βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
.רְפוּ |
βρόγχος; βρόχος; εργαλεία από λευκόχρυσο βρόχο σε γυάλινη ράβδο χρησιμοποιούμενο για μικροβιακές καλλιέργειες; θηλειά; έλικα; σπείρα; αγκύλη |
.תַחְב |
ανακύκλωση; περιφερειακή οδός |
.תַחְב, .בְּנִ |
δακτύλιος; ελιγμός; καμπή |
.תקשור, .תַחְב |
ραδιογωνιομετρική κεραία |
|
|
כלל. |
θηλειές; κουμπότρυπες |
|
|
.תַעֲש, .בְּנִ |
βοστρυχώνω; θήλιασμα |
|
|
.תקשור |
τοπικός βρόχος |
|
|
.טכנול |
δημιουργία βρόχου; ανακύκλωση |
.תַעֲש, .בְּנִ |
ρεμαγιάρισμα |
|
אנגלית אוצר מילים |
|
|
.לוֹגִ |
Operation which consists in joining the conductors of a same circuit for control and measuring purposes. The word "loop" is often used, wrongly, instead of "connection". (FRA) |
|
|
.נוֹטָ |
lps |
|
|
.טֶכנו |
loss of off-site power |
.נוֹטָ |
long-range open ocean patrol; Louisiana Offshore Oil Port; long-range open ocean patrol |
.נוֹטָ, .גִינֵ |
luteal out-of-phase event (Rada0414) |
.נוֹטָ, .טכנול |
Logic Of Object Oriented Programming; Loop on Count |
.נוֹטָ, .מכוני |
engine operating loop status |
.נוֹטָ, .מכשיר |
low-cost optimized optical passive components |
.נוֹטָ, .תַחְב |
Louisiana Offshore Oil Platform |
.תִכנו, .נוֹטָ |
Loop on Count |