| |||
μοσχολέμονο n | |||
φλαμούριά f; φιλύρα f (γένος Tilia) | |||
άσβεστ́ος f | |||
ασβεστόλιθος m | |||
άνυδρος ασβέστης; ασβέστης μη σβησμένος; μη εσβεσμένη άσβεστος; συνηθισμένος ασβέστης | |||
φιλύρα ; φλαμουριά ; τίλιο ; φλαμούρι | |||
γλυκολέμονο n | |||
μονοξείδιο του ασβεστίου; καυστικό ασβέστιο; ασβέστης m | |||
| |||
άσβεστ́ος f | |||
| |||
ασβέστωση; ασβετοποίηση | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
li | |||
| |||
Laser-Induced Magnetic Emissions | |||
Lightweight In-Stride Mine Extractor | |||
| |||
limestone |
lime : 191 צירופים, 18 נושאים |