| |||
πλαίσιον συναρμολογημένον επί ελκύθρου | |||
φορτωτής | |||
ραντάρ παρεμβολών; συσκευή εκπομπής ραδιοσημάτων παρενόχλησης; συσκευή παρεμβολής; παρεμβολέας; πομπός; παραπλανητής | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
Device transmitting electromagnetic waves, and especially designed for jamming purposes. (FRA) | |||
| |||
J |
jammer: 2 צירופים, 1 נושאים |
תקשורת | 2 |