![]() |
| |||
άυλο αγαθά; άυλο περιουσιακό στοιχείο | |||
άυλα αγαθά; άυλα περιουσιακά στοιχεία | |||
ασώματο στοιχείο ενεργητικού | |||
| |||
"αέρας"; άυλες ακινητοποιήσεις; άϋλα περιουσιακά στοιχεία; άϋλα στοιχεία ενεργετικού; φήμη και πελατεία; άυλα πάγια στοιχεία του ενεργητικού' άυλα περιουσιακά στοιχεία | |||
άυλο πάγιο στοιχείο; ασώματες κινητοποιήσεις; ασώματες ακινητοποιήσεις; ασώματες ακινητοποιήσεις και έξοδα πολυετούς αποσβέσεως | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
An asset that is not physical in nature (Examples include: intellectual property (patents, trademarks, copyrights, processes), goodwill, and brand recognition) |
intangible asset: 19 צירופים, 4 נושאים |
חשבונאות | 6 |
כַּלְכָּלָה | 4 |
כספים | 2 |
שיווק | 7 |