מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית
Google | Forvo | +
צירופים
insolation ['ɪnsə'leɪʃ(ə)n] נ
.לימוד έκθεση στο φως
.מדעי, .חַקלָ έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία
.מדעי, .תעשיי προσπíπτουσα ηλιακή ακτινοβολíα; ηλιασμóς
.רְפוּ ηλιακό έγκαυμα; έκθεση στο ηλιακό φως; ηλιακή ακτινοβόληση; ηλιοπληξία (ictus solis); ηλιοπληγία (ictus solis); ηλίαση (ictus solis)
 אנגלית אוצר מילים
insolation ['ɪnsə'leɪʃ(ə)n] קיצור.
.נוֹטָ, .נפט/נ ins
insolation: 1 צירופים, 1 נושאים
מדעי כדור הארץ1