מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית
Google | Forvo | +
צירופים
eluvial [i(:)'l(j)u:viəl] adj.
.מדעי ελούβιος,ο αναφερόμενος εις εδαφικόν ορίζοντα ο οποίος έχει υποστεί έκπλυσιν
eluvial: 1 צירופים, 1 נושאים
מדעי החיים1