effective | |
כלל. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
.מיקרו | αποτελεσματικός |
loading | |
כלל. | πλήρωση |
.סטָטִ | φόρτωση |
.תַחְב .מדעי | κατανομή φόρτισης |
.תַעֲש .בְּנִ | επιβάρυνση |
.תַעֲש .בְּנִ .מֵטַל | ειδική τηκτική ικανότητα |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
echoing area of target; efctv; eff | |||
eff. |
effective: 435 צירופים, 39 נושאים |