|
['dʌbl] נ | |
|
כלל. |
δίκλινο δωμάτιο |
|
|
.חַקלָ |
προστατευτική επένδυση πλευρών |
.טֶכנו, .תַעֲש, .בְּנִ |
δίπλιασμα |
.רְפוּ |
διπλασιασμός; αναδιπλασιασμός |
.תַעֲש |
διμερισμός |
.תַעֲש, .בְּנִ |
στρίψιμο; συστροφή; επένδυση |
|
|
כלל. |
διπλά; διπλασιάζω; διπλός διπλή |
.בריאו |
διπλός; διπλασιασμένος |
.חַקלָ |
διπλός θάλαμος; αληθές ζεύγος; γενετικό ζεύγος |
.רְפוּ |
διπλό |
.תַעֲש, .בְּנִ |
ενισχύω με επένδυση |
.תקשור |
διπλή τύπωσις της αυτής λέξεως; εσφαλμένη επανάληψη στοιχείου |
|
|
.תַחְב |
προσπερνώ |
.תַעֲש, .בְּנִ |
διπλιάζω; στρίψιμο κλωστών |
|
|
.תַחְב |
"διπλό HGV" |
|
אנגלית אוצר מילים |
|
|
.טֶכנו, .נוֹטָ |
dubl |
.נוֹטָ |
dbl; db (Yuriy83) |
.נוֹטָ, .חַקלָ |
dble |
.נוֹטָ, .פולימ |
dbl (e) |
.נוֹטָ, .קַרטו |
d; doub |
|
An actor who stands in for another actor in certain scenes, some of which may involve dangerous circumstances or require special skills e.g. a stunt double. Sometimes body doubles are used in scenes that call for nudity or intimacy. Contrast with stand-in. |