|
[dɪs'pleɪ] נ | |
|
.מיקרו |
οθόνη Context-dependent (A visual output device aimed at displaying various type of information) |
|
|
כלל. |
επίδειξη |
|
|
.הנדסת |
επιλογή |
.טכנול, .עיבוד |
οπτικά παρουσιαζόμενο κείμενο; οπτικά παρουσιαζόμενο υλικό; οθόνη εμφάνισης; εμφάνιση; επεξεργασία πληροφοριών για να βγούν ορισμένα αποτελέσματα; κοινοποίηση αποτελεσμάτων; προβολή |
.כַּלְ |
τοιχοκόλληση |
.מיקרו |
οθόνη (A visual output device aimed at displaying various type of information) |
.תקשור |
εκθέτω; επιδεικνύω; οπτική παρουσίαση' παρουσίαση |
.תקשור, .טכנול |
οπτική παρουσίαση; παρουσίαση |
.תקשור, .טכנול, .מדעי |
μηνυτήρας; μηνύτορας; οθόνη |
|
έκθεση εμπορεύματος; διαφήμιση μέσω συσκευασίας |
|
|
.טכנול, .אסטרו, .טֶכנו |
επιγράφω; παρουσιάζω γραπτώς |
.טכנול, .טֶכנו |
σε εμφάνιση; σε προβολή |
|
אנגלית אוצר מילים |
|
|
.ארצות |
In military deception, a static portrayal of an activity, force, or equipment intended to deceive the adversary’s visual observation (JP 3-13.4) |
.נוֹטָ |
dis; disp; dspl; information displaying element (ssn) |
.נוֹטָ, .תְעוּ |
DISPL |