מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית
Google | Forvo | +
decanted
 decant
.כִּימ αποχύω; εγχύω; μεταγγίζω
 decanting
.תַעֲש καθίζηση
| oil
 oil
.כִּימ έλαιον
.מֵטַל λαδώνω
.רְפוּ έλαιο
.תַחְב λάδι
.תַחְב .כִּימ αποθηκεύω πετρέλαιο
- נמצאו מלים נפרדות

צירופים
decant [dɪ'kænt] v
.כִּימ αποχύω; εγχύω; μεταγγίζω
decanting v
.תַעֲש καθίζηση
.תחביב, .חַקלָ μετάγγιση για μέτρηση του όγκου των οίνων
decanted oil: 1 צירופים, 1 נושאים
חַקלָאוּת1