Current | |
כלל. | Ρεύμα |
current | |
כלל. | τρέχον; τρέχουσα |
.מדעי .מכשיר | ρεύμα; ένταση ρεύματος; ηλεκτρική ενέργεια; ηλεκτρικό ρεύμα |
code | |
כלל. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
.טכנול .טֶכנו | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
.טכנול .עיבוד | κώδικας |
.רְפוּ | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
.תקשור | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
| |||
τρέχον; τρέχουσα | |||
ρεύμα n; ένταση ρεύματος; ηλεκτρική ενέργεια; ηλεκτρικό ρεύμα | |||
τρέχων (Pertaining to an account status indicating that payments are up-to-date) | |||
| |||
Ρεύμα n | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
c | |||
ct; curt (Vosoni) | |||
curr | |||
alternating | |||
cur (r) | |||
| |||
current numerical model |
current code : 4 צירופים, 2 נושאים |
כללי | 1 |
תקשורת | 3 |