מילוניםהפורוםפרטי הקשר

Google | Forvo | +

צירופים

controller

[kən'trəulə] נ
.הנדסת ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου
.חַקלָ χειριστήριο n
.מדעי, .הנדסת βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως
.מיקרו ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results)
.מכשיר διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f
.עיבוד υπεύθυνος της επεξεργασίας
.תַחְב υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m
.תַחְב, .כוחות, .מכשיר ελεγκτής m
.תקשור, .תַחְב συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως
 אנגלית אוצר מילים
controller [kən'trəulə] נ
.טֶכנו, .נוֹטָ ctrl
.נוֹטָ con; ctlr
.נוֹטָ, .מכשיר cont
.תְעוּ A person holding a valid licence to control air traffic
controller module
: 2 צירופים, 1 נושאים
טכנולוגית מידע2

הוסף | דווח על שגיאה | קבל כתובת URL קצרה