![]() |
| controller | |
| .הנדסת | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| .חַקלָ | χειριστήριο |
| .מדעי .הנדסת | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
| .מיקרו | ελεγκτής |
| .תַחְב | υπολογιστής; διαχειριστής; πληρεξούσιος |
| error | |
| כלל. | λάθος; πλάνη' σφάλμα |
| כלל. .כַּלְ | τυπικό σφάλμα |
| .טכנול | σφάλμα |
| .טכנול .מֵטַל | ανθρώπινο λάθος; ανθρώπινο σφάλμα |
| .מָתֵי | λάθος ή σφάλμα |
| .מיקרו | σφάλμα |
| α-error | |
| .מָתֵי | σφάλμα απόρριψης; σφάλμα άλφα; σφάλμα α |
| |||
| ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
| χειριστήριο n | |||
| βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως | |||
| ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results) | |||
| διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f | |||
| υπεύθυνος της επεξεργασίας | |||
| υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m | |||
| ελεγκτής m | |||
| συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως | |||
| אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
| ctrl | |||
| con; ctlr | |||
| cont | |||
| A person holding a valid licence to control air traffic | |||
|
controller : 326 צירופים, 19 נושאים |