|
|
.בְּנִ |
πλακίδια υπονόμων αγωγών; ρείθρο |
.חַקלָ |
εγχάραγμα; αυλάκωση; ράβδωση; αγωγός κοπριάς |
.טכנול |
διόδευση |
.כוח ג |
κανάλι πυρηνικού καυσίμου |
.מַדָע |
δίαυλος τιμών |
.מדעי |
κανάλι πυρηνικής αντιδράσεως |
.מדעי, .הנדסת |
στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι |
.מיקרו |
κανάλι (A path through which information passes between two computers or devices. It can refer to the physical medium (such as wires) or to a set of properties that distinguishes one channel from another) |
.רְפוּ |
κανάλι; κανάλι μεμβράνης; πόρος μεμβράνης |
.תַחְב |
διώρυγα |
.תַחְב, .בְּנִ |
απόβαθρο σιδηροδρομικών γραμμών |
.תַחְב, .תַעֲש, .בְּנִ |
θαλάσσια διώρυγα |
.תַעֲש |
δίαυλος |
.תַעֲש, .בְּנִ |
αυλάκι στη σόλα; λούκι στη σόλα |
.תַעֲש, .בְּנִ, .מֵטַל |
αρχή καναλιού |
.תקשור |
κανάλι' κανάλι μετάδοσης; κανάλι' κανάλι συχνοτήτων; δίαυλος,διόδευση |
.תקשור, .בְּנִ |
σωλήνωση' σήραγγα' αγωγός |
.תקשור, .טֶכנו |
κανάλι' δίαυλος' διόδευση |
|
|
.מיקרו |
Κανάλι (A drop-down list on the Campaign Activity form from which users can select the method of distribution for a campaign activity. Values include Phone, Appointment, Letter, Letter via Mail Merge) |
|
|
.תַחְב, .תַעֲש, .בְּנִ |
αυλακώνω |
|
|
.כִּימ, .מכשיר |
διαύλωση |
.מכשיר |
διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού |
.תַחְב, .מֵטַל |
δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου |
.תַעֲש, .בְּנִ |
αυλάκωση |
|
אנגלית אוצר מילים |
|
|
.נוֹטָ |
chan; chnl |
.נוֹטָ, .בְּנִ |
c. |
.נוֹטָ, .מכוני |
CHNL/chnl |
.תְעוּ |
A single means of direct fixed-service communication between two points |
|
|
.גֵאוֹ |
la Manche (the Channel MichaelBurov) |