capital | |
כלל. | κεφαλαίο γράμμα; πρωτεύουσα |
כלל. | εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο; κεφάλαιο ατομικών επιχειρήσεων |
.כַּלְ כלל. | ιδιοκτησία; κεφάλαιο; περιουσία |
.מיקרו | κεφάλαιο |
| |||
κεφαλαίο γράμμα; πρωτεύουσα | |||
ιδιοκτησία; κεφάλαιο; περιουσία | |||
κεφάλαιο (The amount of owners' investment in a business plus retained earnings) | |||
κιονόκρανο | |||
εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο; κεφάλαιο ατομικών επιχειρήσεων | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
cap (Vosoni) | |||
| |||
Capital Area Partnership Impacting Tobacco And Lifestyles; Clients And Professionals In Training And Learning | |||
Center For Advanced Partnerships In Technology And Learning |
capital: 1061 צירופים, 35 נושאים |