atmospheric | |
.מדעי .מכשיר | ατμοσφαιρικό παράσιτο; σφαιρικό |
.סטָטִ .תקשור .מַדָע | ατμοσφαιρικά παράσιτα; παλμός ατμοσφαιρικού θορύβου |
contamination | |
כלל. .פיזיק | ραδιενεργός μόλυνση |
.מדעי .כִּימ | επιμόλυνση |
potential | |
.רְפוּ | δυναμικός |
| |||
ατμοσφαιρικό παράσιτο; σφαιρικό | |||
ατμοσφαιρικά παράσιτα; παλμός ατμοσφαιρικού θορύβου | |||
ατμοσφαιρικός | |||
אנגלית אוצר מילים | |||
| |||
atm | |||
a |