toolkit | |
.מיקרו | κιτ εργαλείων |
of | |
כלל. | από |
instrument | |
כלל. | αυτόνομη πράξη |
כלל. | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
.מיקרו | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
.רְפוּ | όργανο; εργαλείο |
.תַחְב | εξοπλίζω δι'οργάνων |
to | |
.מכשיר | επιβράδυνση |
measure | |
כלל. | μετρώ |
end of life care | |
.רְפוּ | ανακουφιστική και παρηγορητική αγωγή ασθενών τελικού σταδίου |
| |||
κιτ εργαλείων (A bundle of software, services, marketing materials, etc., bundled together and meant to be used together) |
Toolkit Of: 1 צירופים, 1 נושאים |
חוֹק | 1 |