|
['tɜ:mɪn(ə)l] נ | |
|
כלל. |
πόλοςηλεκτρικός n; τέρμα,αφετηρία,σταθμός n; τερματικό n |
.אסטרו, .תַחְב |
Ακροδέκτης m |
.הנדסת, .מכשיר |
ακροδέκτης σπινθηριστή |
.טֶכנו, .תעשיי |
ακραίος σταθμός |
.טכנול |
τηλεπικοινωνιακό τερματικό |
.טכנול, .מכשיר |
τερματικός σταθμός; μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή |
.מדעי, .חַקלָ |
ακραίο μερίστωμα; σημαίο ανάπτυξης |
.מכשיר |
ακροδέκτης συσσωρευτή |
.סטָטִ, .מכשיר |
ακροδέκτης m |
.רְפוּ |
ακραίος m; ληκτικός; τελικός m |
.תַחְב |
τελευταία στάση; αεροσταθμός ; σταθμός επιβιβάσεως/αποβιβάσεως |
|
|
כלל. |
τερματικά |
.סטָטִ, .מכשיר |
πόλοι n |
|
|
כלל. |
ακροδέκτης m |
|
|
.מכשיר |
συνδετικός ακροδέκτης |
|
אנגלית אוצר מילים |
|
|
.ארצות |
A facility designed to transfer cargo from one means of conveyance to another (JP 4-01.6) ראה גם facility |
.נוֹטָ |
tml |
.נוֹטָ, .טכנול |
trml |
.נוֹטָ, .מכוני |
TERM/term |
.תְעוּ, .נוֹטָ |
trlm |
|
|
.נוֹטָ |
trm |
.נוֹטָ, .סיומת |
.trm (file name extension) |
|
|
|
technical evaluation and research for the mitigation of nuclear induced effects |