מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית יוונית +
Google | Forvo | +

שם עצם | פועל | שם תואר | צירופים

machine

[mə'ʃi:n] נ
.הנדסת ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα
.יַעֲר μηχάνημα n
to machine [mə'ʃi:n] נ
.הנדסת επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά
machining [mə'ʃi:nɪŋ] v
.כִּימ βιομηχανική κατεργασία
.תַעֲש, .בְּנִ κατεργασία κοπής; κατεργασία σε εργαλειομηχανή
.תקשור εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα
machine [mə'ʃi:n] adj.
.הנדסת βαρούλκο; εργάζομαι με τη βοήθεια ενός μηχανήματος-εργαλείου
.מדעי μηχανή
.תקשור τυπώνω συγράμματα
to machine [mə'ʃi:n] adj.
.הנדסת μετασκευάζω
 אנגלית אוצר מילים
machine [mə'ʃi:n] קיצור.
.נוֹטָ mach; mc; mchn
.נוֹטָ, .חשבונ m/c
machines קיצור.
.נוֹטָ mcs
Machine [mə'ʃi:n] נ
.נוֹטָ M
Machine Operating
: 7 צירופים, 4 נושאים
טכנולוגית מידע1
מֵטַלוּרגִיָה2
תַעֲשִׂיָה1
תקשורת3