מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית
Google | Forvo | +
שם עצם | פועל | צירופים
insert ['ɪnsɜ:t] נ
כלל. εισάγω
.יַעֲר παρεμβάλλω
.מֵטַל επίστρωμα άκρου ηλεκτροδίου; επίστρωμα σιαγόνων στερέωσης; ένθετη μήτρα σφυρηλασίας
.מֵטַל, .הנדסת επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας; επαναχρησιμοποιούμενο κοπτικό πλακίδιο
.מדעי, .הנדסת γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη
.מדעי, .תַעֲש ένθεμα
.מיקרו εισαγωγή (A mode in which any data to the right of the cursor is moved to the right as you type)
.רְפוּ εισάγω εισήγαγα; ενθέτω ενέθεσα; εντεθειμένος; παρεμβάλλω παρενέβαλα; παρεμβεβλημένος
.תַחְב ένθετη διαγράμμιση
.תַעֲש, .בְּנִ παρέμβλημα
.תקשור ένθετο; συμπλήρωμα
insert [ɪn'sɜ:t] v
כלל. καταχωρώ; χώνω
 אנגלית אוצר מילים
insert ['ɪnsɜ:t] נ
A close-up shot of an object, often produced by the second unit. The term probably came about to reflect the fact that this shot will be "inserted" into the final version of the movie during editing.
Insert: 89 צירופים, 18 נושאים
בריאות1
הנדסת מכונות9
טֶכנוֹלוֹגִיָה6
טכנולוגית מידע5
יַעֲרָנוּת1
כִּימִיָה6
כללי3
מִסְחָר1
מֵטַלוּרגִיָה6
מדעי החומרים8
מדעי הטבע2
מדעי כדור הארץ2
מיקרוסופט3
מכשירי חשמל12
שיווק2
תַחְבּוּרָה8
תַעֲשִׂיָה4
תקשורת10