congestive heart failure | |
.רְפוּ | ανεπάρκεια μυοκαρδίου; συμφορητική ανεπάρκεια καρδιάς; συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια; καρδιακή ανεπάρκεια |
mortality | |
כלל. | θνησιμότητα |
.סטָטִ .כַּלְ .רְפוּ | ποσοστό θνησιμότητας; δείκτης θνησιμότητας; ποσοστό θανάτων |
investigation | |
כלל. | έρευνα |
on | |
כלל. | ανοιχτό |
efficacy | |
.רוקחו .בריאו .גידול | αποτέλεσματικότητα |
| |||
ανεπάρκεια μυοκαρδίου; συμφορητική ανεπάρκεια καρδιάς; συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια; καρδιακή ανεπάρκεια |