מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית יוונית
Google | Forvo | +
- נמצאו מלים נפרדות

שם עצם | פועל | צירופים
commission [kə'mɪʃ(ə)n] נ
כלל. επιτροπή της Επιτροπής των Περιφερειών; αναθέτω παραγγελία; επιτροπή
.תַחְב προμήθεια
.תקשור αναλογούν μερίδιο κατά δέμα
θητεία ; εντολή
Commission [kə'mɪʃ(ə)n] נ
כלל. Επιτροπή της Αφρικανικής Ένωσης
.מיושן, .פּוֹל Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
.פּוֹל Ευρωπαϊκή Επιτροπή
commissions נ
כלל. προμήθειες; προμήθειες δοθείσες
προμήθειες ληφθείσες
commissioning [kə'mɪʃ(ə)nɪŋ] v
.מדעי, .הנדסת προετοιμασία για την λειτουργία; δοκιμαστική λειτουργία
.פיזיק θέση σε λειτουργία
ευθύνη για τη θέση σε λειτουργία του έργου
 אנגלית אוצר מילים
commission [kə'mɪʃ(ə)n] קיצור.
.נוֹטָ com; cmn; cmsn; comm; commish; commn; commn.; comsn
Commission [kə'mɪʃ(ə)n] קיצור.
.נוֹטָ Comm
coMMission [kə'mɪʃ(ə)n] קיצור.
.נוֹטָ, .רוסית comission (coMission -- распространенное неправильное написание слова coMMission. перейдите по ссылке, чтобы увидеть переводы слова commission и фраз с ним. SirReal)
Commission for Constitutional Affairs, European Governance and the Area of Freedom, Security and
: 2 צירופים, 1 נושאים
כללי2