DictionnaireLe forumContacts

   Letton
Google | Forvo | +
neapgrozāmie aktīvi
écon., compt. πάγιο κεφάλαιο; πάγια περιουσιακά στοιχεία; πάγιες εγκαταστάσει; πάγιο ενεργητικό