plough | |
agric. | άροτρο |
charb. | μηχανή κατάτμησης με πλάνη ή με βωλοκόπο |
comm. | περικοπτική μηχανή; κόφτρα |
industr. | εκσκαφέας με άροτρο; μηχανή ξεχονδρίσματος |
industr. constr. | μηχανή ξακρίσματος του χαρτιού |
sylv. | οργώνω |
for | |
génér. | για |
cables | |
sylv. | συρματόσχοινα |
| |||
άροτρο | |||
μηχανή κατάτμησης με πλάνη ή με βωλοκόπο | |||
περικοπτική μηχανή; κόφτρα | |||
εκσκαφέας με άροτρο; μηχανή ξεχονδρίσματος | |||
μηχανή ξακρίσματος του χαρτιού | |||
οργώνω | |||
| |||
όργωμα; άροσις; άροση | |||
ταφή υποβρύχιου καλωδίου | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
plow (cambridge.org Shabe) |
plough for cable: 2 phrases, 2 sujets |
Agriculture | 1 |
Sciences naturelles | 1 |