motor | |
médic. | κινητήρας; κινητήριος; κινητικός νευρώνας |
médic. pharm. | κινητικό; κινητικός |
stat. électr. | ηλεκτροκινητήρ; ηλεκτροκινητήρας |
sylv. | μοτέρ |
transp. | μηχανή |
atomizer | |
industr. constr. métall. | καυστήρας πετρελαίου |
for | |
génér. | για |
cables | |
sylv. | συρματόσχοινα |
| |||
κινητήρας; κινητήριος; κινητικός νευρώνας | |||
κινητικό (motoricus); κινητικός (motoricus) | |||
ηλεκτροκινητήρ; ηλεκτροκινητήρας | |||
μοτέρ | |||
μηχανή | |||
| |||
περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη; περιστροφή χωρίς ανάφλεξη; εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
military characteristics | |||
mtr | |||
mo | |||
| |||
mobile oriented triangulation of reentry |
motor-atomizer for cable: 1 phrases, 1 sujets |
Sciences naturelles | 1 |