Gleichstromanteil | |
informat. électr. | συνεχορρευματική συνιστώσα; συνιστώσα συνεχούς ρεύματος |
D | |
sciences. chim. | ασπαρτικό οξύ |
Strom | |
génér. | ροή/παροχή υγρού |
comm. | κόμβος; αντικόμβος |
médic. | ρεύμα; ροή |
| |||
συνεχορρευματική συνιστώσα; συνιστώσα συνεχούς ρεύματος |
Gleichstromanteil des: 1 phrases, 1 sujets |
Génie mécanique | 1 |