Italien |
Portugais |
Flip-Flop | |
informat. électr. | αμφισταθερός πολυδονητής |
médic. | εγκάρσια διάχυση; κίνηση flip-flop; διατέμνουσα διάχυση |
D | |
sciences. chim. | ασπαρτικό οξύ |
| |||
αμφισταθερός πολυδονητής | |||
εγκάρσια διάχυση; κίνηση flip-flop; διατέμνουσα διάχυση | |||
δισταθές κύκλωμα; δισταθής πολυδονητής; φλιπ-φλοπ; flip-flop |
Flip-flop D: 6 phrases, 2 sujets |
Électronique | 5 |
Informatique | 1 |