![]() |
røntgenundersøgelse | |
médic. | ραδιολογική εξέταση; ακτινοδιαγνωστική |
del | |
comm. | μέρος; τμήμα |
génie m. | συστατικό μέρος; διαμέρισμα |
électr. | στοιχείο |
dele | |
génie m. | εξαρτήματα; μεμονωμένα τεμάχια |
| |||
ραδιολογική εξέταση; ακτινοδιαγνωστική | |||
εξέταση με ακτίνες X |
rontgenundersogelse af den overste del af: 2 phrases, 1 sujets |
Médical | 2 |