Administrator | |
micr. | Διαχειριστής |
administrator | |
génér. | διοικητικός υπάλληλος,διοικητικό στέλεχος |
droit. financ. écon. | διαχειριστής αλλοτρίων; διαχειριστής περιουσίας |
gouv. | υπάλληλος διοικήσεως |
micr. | διαχειριστής |
for | |
agric. techn. | εμπρός; πρόσω |
industr. constr. | επένδυση |
OG | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
l | |
techn. | μήκος |
lokal | |
envir. | τοπικό |
regionalt | |
stat. envir. | περιφερειακά |
OG | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
plan | |
écon. | χάρτης |
| |||
διοικητικός υπάλληλος,διοικητικό στέλεχος | |||
διαχειριστής αλλοτρίων (upravitelj zaklade); διαχειριστής περιουσίας (upravitelj zaklade) | |||
υπάλληλος διοικήσεως | |||
διαχειριστής | |||
διοικητικός υπάλληλος | |||
| |||
Διαχειριστής | |||
Danois glossaire | |||
| |||
Administrator |
administratorer inden for: 1 phrases, 1 sujets |
Éducation | 1 |