voluntary | |
génér. | εθελοντική; εθελοντικό |
oil industry | |
envir. | βιομηχανία πετρελαίου/πετρελαϊκή βιομηχανία |
communication | |
envir. | επικοινωνία/ανακοίνωση |
flux. informat. | επικοινωνία |
communications | |
envir. | επικοινωνίες |
effort | |
flux. informat. | προσπάθεια |
| |||
εθελοντική; εθελοντικό | |||
εθελοντικός; αυθόρμητος; εκούσιος | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
voly |
voluntary: 178 phrases, 30 sujets |