variable | |
génér. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
informat. électr. | μεταβλητή |
math. | μεταβλητής; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών; μεταβλητών |
correlation | |
micr. | συσχέτιση |
stat. | συσχέτιση |
synchronization | |
micr. | συγχρονισμός |
médic. | συγχρονισμός |
transp. | συντονισμός ασύγχρονης μηχανής; συντονισμός μηχανής με ασύγχρονο κινητήρα; παράλληλη ζεύξη μιας σύγχρονης μηχανής |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής f; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών | |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable : 621 phrases, 35 sujets |