telephone | |
génér. | τηλεφωνώ |
écon. | τηλέφωνο |
order | |
financ. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
génér. | διάταξη; διοικητική εντολή |
sciences. | τάξις |
| |||
τηλεφωνώ | |||
| |||
τηλέφωνο | |||
τηλεφωνική εγκατάσταση; τηλεφωνική συσκευή; τηλεφωνική σύνδεση; τηλεφωνικό κέντρο | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
tele |
telephone: 462 phrases, 22 sujets |