subscriber | |
financ. techn. | πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος |
financ. écon. | συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος |
génér. comm. informat. | πελάτης |
micr. | συνδρομητής |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
comm. informat. | διεπαφή |
comm. informat. électr. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
micr. | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
métall. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
métall. électr. | επιφάνεια συγκολλήσεως |
sciences. | διαχωριστική επιφάνεια |
| |||
πελάτης m | |||
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος | |||
συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος | |||
συνδρομητής m (A person who has indicated his or her desire to be on a mailing list) | |||
συνδρομητής m | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
S |
subscriber interface : 11 phrases, 2 sujets |
Communications | 10 |
Informatique | 1 |